- παροδοντιοπάθεια
- και περιοδοντοπάθεια, ηιατρ. γενική ονομασία τών παθήσεων ενός ή περισσότερων ανατομικών στοιχείων τού παροδοντίου, οι οποίες διακρίνονται σε παθήσεις τής επιφάνειας (ουλίτιδες) και τού βάθους (παροδοντιολυσίες), που είναι φλεγμονώδεις (οδοντοφατνιακή πυόρροια) ή δυστροφικές, εκφυλιστικές (παροδοντίαση), σε περιπτώσεις που υπάρχει προδιάθεση, και καταλήγουν σε πτώση τών δοντιών όταν δεν γίνεται συντηρητική ή χειρουργική θεραπεία.
Dictionary of Greek. 2013.